- βιομετρία
- βιομετρία, η και βιομετρική, ηο υπολογισμός της πιθανής διάρκειας της ζωής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιομετρία — Επιστήμη που μελετά ποσοτικά και κυρίως στατιστικά τα βιολογικά φαινόμενα. Μολονότι η σημερινή βάση της β. προέρχεται ουσιαστικά από τις εργασίες του Φράνσις Γκάλτον και του Γκρέγκορ Μέντελ, ιδρυτές της μπορούν να θεωρηθούν ο Ιταλός Σαντόριο… … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
στατιστική — Επιστήμη, η οποία μελετά, χρησιμοποιώντας κατάλληλες μεθόδους έρευνας, τα ομαδικά, κοινωνικά ή φυσικά φαινόμενα, με σκοπό να συναγάγει νόμους που τα διέπουν. Χρησιμοποιώντας την επαγωγή και την απαγωγή, η σ. φροντίζει δηλαδή ν’ αναζητήσει και να… … Dictionary of Greek
Πιρλ, Ραϊμόνδος — (Pearl, 1879 – 1940). Αμερικανός βιολόγος, δημογράφος και στατιστικός. Σπούδασε στο κολέγιο Ντάρτμουθ και το 1902 έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, όπου δίδαξε ζωολογία. Την περίοδο 1907 1918 ήταν διευθυντής του τμήματος βιολογίας… … Dictionary of Greek